- πεινητικός
- πεινητικόςsuffering from hungermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πεινητικωτέρους — πεινητικός suffering from hunger masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεινατικός — ή, όν, Α βλ. πεινητικός … Dictionary of Greek
πεινωλκός — όν, Α (αμφβλ. γρφ.) πεινητικός* … Dictionary of Greek
πεινώδης — ες, Α [πείνα (Ι)] πεινητικός* … Dictionary of Greek